-
1 μαζεύομαι
toplanmak -
2 μαζεύομαι
rassembler -
3 μαζεύομαι
1) gromadzić czas.2) zbierać czas. -
4 μαζεύομαι
1) sbírat2) sebrat3) shromáždit4) shromažďovat -
5 μαζεύομαι
gatherΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαζεύομαι
-
6 καβούκι
το панцирь (черепахи, рака); раковина (улитки);§ μαζεύομαι ( — или κλείνομαι) στο καβούκι μου — уходить в свою скорлупу, замыкаться в себе
-
7 κουβάρι
τό1) моток, клубок (ниток); 2) комок (бумаги и т. п.); скомканная, небрежно свёрнутая вещь;κουβάρι μου το καμες το σακκάκι μου — ты скомкал мой пиджак;
§ γίνομαι μαλλιά- κουβάρια — перессориться; — передраться;
όλα εγιναν μαλλιά- κουβάρια — всё перепуталось;
γίνομαι ( — или μαζεύομαι) κουβάρι — а) корчиться (от боли); — б) сгорбиться, скрючиться (от болезни, старости);
κάνω τον ΰνεμο κουβάρι — толочь воду в ступе
-
8 κρύο
το холод, мороз;μαζεύομαι απ' το κρύο — ёжиться от холода;
αίσθάνομαι κρύο — мне холодно;
ήρθαν (или πλάκωσαν) τα κρύα наступили холода;κάνει κρύο — холодно;
§ μένω στα κρύα τού λουτρού остаться ни при чём
См. также в других словарях:
μαζεύομαι — μαζεύομαι, μαζεύτηκα, μαζεμένος βλ. πίν. 18 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λαγιάζω — 1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω 2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγάζω*, κατά τα ρ. σε ιάζω] … Dictionary of Greek
πτήσσω — και αιολ. τ. πτάζω Α 1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.) 3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν»,… … Dictionary of Greek
πτωσκάζω — και πτωκάζω Α ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου *πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.] … Dictionary of Greek
αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… … Dictionary of Greek
απομαζώνω — (Μ ἀπομαζώνω) Ι. τελειώνω το μάζεμα II. ( ομαι) 1. συγκεντρώνομαι 2. μαζεύομαι στο σπίτι μου, συμμαζεύομαι … Dictionary of Greek
δριμώνω — [δριμύς] 1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός») 2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω 3. μέσ. μαζεύομαι … Dictionary of Greek
ενσωρεύω — (AM ἐνσωρεύω) [σωρεύω] σωρεύω μέσα σε κάτι, συσσωρεύω αρχ. παθ. ἐνσωρεύομαι (για πλήθος) συρρέω, μαζεύομαι … Dictionary of Greek
επισφίγγω — ἐπισφίγγω (AM) σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά μσν. μέσ. ἐπισφίγγομαι διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι αρχ. 1. σφιχταγκαλιάζω 2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.) 3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω … Dictionary of Greek
ζαρώνω — (Μ ζαρώνω) 1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του») 2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω 3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος νεοελλ. 1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» συνοφρυώνομαι, δυσφορώ 2. (μτχ. μέσ. παρακμ.)… … Dictionary of Greek
κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά … Dictionary of Greek